Διακριοι

Διακριοι
    Διάκριοι
    οἱ диакрии (население обл. Диакрия; после реформы Солона одна из трёх политических группировок Аттики) Arph., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Διακριοι" в других словарях:

  • διάκριοι — (Α) 1. μία από τις πολιτικές μερίδες τών Αθηνών μετά τον Σόλωνα 2. οι κάτοικοι τής Διακρίας στην Εύβοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι τής Αττικής πριν από την εποχή τού Σόλωνος που κατοικούσαν στα υψηλά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

  • Διάκριοι — the Mountaineers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκριοι — the Mountaineers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακρίων — Διάκριοι the Mountaineers fem gen pl Διάκριοι the Mountaineers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακριέων — Διάκριοι the Mountaineers masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκρια — Διάκριοι the Mountaineers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАЛИЯ —    • Paralĭa,          Παραλία, округ в Аттике, простиравшийся по берегу моря от Άλαὶ Αι̉ξωνίδες до Прасий. Жители этого округа составляли наряду с Πεδιαι̃οι и Διάκριοι во время Писистрата одну из трех политических партий (см. Partes, Партии).… …   Реальный словарь классических древностей

  • υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»